χρυσοθηρία

χρυσοθηρία
η, Ν
1. η αναζήτηση κοιτασμάτων χρυσού
2. (γενικά) επίμονη επιδίωξη πλουτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοθηρία — η 1. ηαναζήτηση μεταλλείων χρυσού για εκμετάλλευση. 2. η επιδίωξη πλουτισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”